- свести
- сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•
свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.
2. βλ. отвести (1 σημ.),3. βλ. сводить 1.4. αναμερίζω, απομακρύνω•лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.
5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•свести пятно βγάζω το λεκέ.
6. κόβω (το δάσος).7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•
-брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.
|| συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•свести курение περιορίζω το κάπνισμα•
свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.
|| φέρω, πε.-ριάγω.12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.
εκφρ.свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•свести с престола – εκθρονίζω•свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).свестись1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.